πρόδρομος

πρόδρομος
-η, -ο
αυτός που προπορεύεται, ο προάγγελος: Οι πελαργοί είναι πρόδρομοι της άνοιξης.
————————
ο
αυτός που με τη δράση του προπαρασκεύασε τον ερχομό σπουδαίου γεγονότος: Οι πρόδρομοι της αναγέννησης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πρόδρομος — running forward with headlong speed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …   Dictionary of Greek

  • Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Ιωάννης Πρόδρομος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 82 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασπροποτάμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 150 μ., 159 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αρναίας του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πρόδρομος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 452 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στα ΒΔ του Πολύγυρου και πάνω στον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυγύρου …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Πρόδρομος — Βλ. λ. Ιωάννης ο Βαπτιστής …   Dictionary of Greek

  • Νέος Πρόδρομος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 23 μ.) στην πρώην επαρχία Ημαθίας του ομώνυμου νομού …   Dictionary of Greek

  • πρόδρομον — πρόδρομος running forward with headlong speed masc/fem acc sg πρόδρομος running forward with headlong speed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδρόμοιο — πρόδρομος running forward with headlong speed masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”